Συγγραφείς τιμούν την Ποίηση (20-22/03/2022)

News » Συγγραφείς τιμούν την Ποίηση (20-22/03/2022)
Posted on 18 Mar 2022 15:03

ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ από τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λιβαδειάς
Με αφορμή την ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ 21 Μαρτίου, ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΙΜΟΥΝ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, απαγγέλλοντας αγαπημένα τους ποιήματα μέσα από την ιστοσελίδα της Βιβλιοθήκης.

20 ΜΑΡΤΙΟΥ

Αλέκα Ζωγράφου

%CE%96%CF%89%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%BF%CF%85.jpg

Παπαδάκης Λουκάς Δ.
ΣΑΝ ΞΥΛΟ

Φύγε και μην πάρεις τίποτα μαζί σου –
φύγε όπως είσαι.
Και κρατήσου σαν ένα ξύλο
σαπάκι που τεστάρει τις φουρτούνες
και σου ξεγελά την πείνα, τη δίψα
και λιγοστεύει με τη ζωή
όσο που να μη θυμίζει τι ’ταν πρώτα,
αν γονυπέτησε κανείς να τ’ ασπαστεί
κάπου και να χρησίμεψε ερωτικό βοήθημα
ζυγός αν εφορέθηκε δοκίμι τής αγάπης.
Να ξεχάσεις για τα καλά την πλάνη
κι αυτή τη χιλιαναθεματισμένη ανάγκη.

Φεύγε τα ήσυχα νερά*
κάνουν το ξύλο αθάνατο
όχι όμως και τίμιο.


Βασίλης Κασσάρας

%CE%9A%CE%B1%CF%83%CF%83%CE%AC%CF%81%CE%B1%CF%82.jpg

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ
Ω, ναι, το ξέρω

Ω, ναι, το ξέρω
Ω, ναι, το ξέρω, ο θάνατος για μένανε
θε να `ρθει ωραίος!
Σαν τη ζωή μου, έτσι κι αυτός δε γίνεται
να είναι τυχαίος.

Θα ξεκινήσει μιαν αυγούλα ρόδινη
τ’ Απριλομάη,
τ’ αηδόνι από του κήπου μέσα τ’ άνθισμα
θα κελαηδάει.
Θα στήνουνε χορό τ’ ασημοπράσσινα
φύλλα στη λεύκα,
και θα με ραίνουν μύρο απ’ το ρετσίνι τους,
πλήθος τα πεύκα.
Θα ρέει το αίμα μου ως χυμός ολόδροσος
κάτω απ’ τη φλούδα,
ήρεμη θα `ναι μου η καρδιά κι ανάλαφρη
σαν πεταλούδα.
«Κύριε», θα ειπώ, «στη ζήση μου αν επόνεσα,
έφτασ’ η ώρα
το μέτωπό μου να! το θείο το χνώτο Σου
μ’ αγγίζει τώρα!».
Θα πέφτει αργά το βράδυ απ’ το παράθυρο
διάπλατο εμπρός μου,
θα μπουν κλαριά και φύλλα, δάσος ολάκερο,
κόσμος δικός μου.
Κι ενώ το «χαίρε» τους γαλήνιο, απίκραντο,
θα ηχεί βαθιά μου
γλυκά θα σβήνω, σαν το ηλιοβασίλεμα
στην κάμαρά μου….


Γιώργος Μητάς

%CE%9C%CE%B7%CF%84%CE%AC%CF%82.jpg

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ
ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Που είσαι; Εκστατική σουρουπώνει η ψυχή μου,
απ’ όλες τις εκστάσεις σου.
γιατί μονάχα τώρα γροίκησα,
πόσο γεμάτο χρυσούς ήχους παίζει
ο θελκτικός έφηβος ήλιος
το εσπερινό τραγούδι του, σε ουράνια λύρα.
γύρω τα δάση το αντιλάλησαν και οι λόφοι,
μα εκείνος έφυγε μακριά, σ’ ευλαβικούς λαούς,
που ακόμη τον τιμούνε.

(Μετάφραση: Αρης Δικταίος)


21 ΜΑΡΤΙΟΥ

Μαρία Ευθυμίου

%CE%95%CF%85%CE%B8%CF%85%CE%BC%CE%AF%CE%BF%CF%85.jpg

AQUEL ANGEL NAGLER
από την ποιητική συλλογή της Raquel Angel Nagler "365 ημέρες. Το ημερολόγιο ενός νησιού"

Ζούμε στο κατώφλι του εαυτού μας.
Καμιά φορά, βρίσκουμε την πόρτα
Άλλες φορές, όχι.

Ίσως τίποτε δεν τελειώνει στ' αλήθεια.
'Ισως ο κόσμος είναι καμωμένος
απ' την αιωνιότητα της κατάληξης.
Χρόνια εσωτερικής μάχης.
Ξανά και ξανά,
ηττώμαστε απ΄ αυτό που είμαστε.

Ζούμε.
Δίνουμε αναμνήσεις στη μνήμη μας.

Ίσως τα δάκρυά μας είναι το τρίτο μας μάτι:
αυτό που βλέπει το αόρατο.

Η θνητότητά μας
μάς διδάσκει πώς να ζούμε.
Όχι πώς να πεθαίνουμε.

Πολλές φτερούγες: το βλέμμα,
η φωνή, τα όνειρα.
Κι όμως,
ζούμε, ερωτευόμαστε
με χώμα στα πόδια μας.

Δεν υπάρχει μονάχα ένα ταξίδι,
μονάχα μια μοίρα:
πάμπολλες πατημασιές
μες στις πατημασιές μου.
Πάμπολλες μοίρες
στάζουν μες στη μοίρα μου.

Πιστεύουμε σ΄ έναν θεό
που κρύβεται πίσω απ΄ τα σύννεφα.
Αυτό που βλέπουμε
δεν είναι παρά οι αιώνες της βροχής.

Ξανά και ξανά,
προσκυνούμε τα εσωτερικά μας ερείπια:
τα ιερά μας λείψανα.

Η διαδρομή μας:
δρόμος καμωμένος από χρόνο.
Χρόνος καμωμένος από δρόμο.

Δεν ζούμε εκεί που ζει το σώμα μας.
Ζούμε εκεί που βρίσκεται το βλέμμα μας.

Ταξιδεύουμε.
Τα βήματά μας γράφουν τους ήχους του μέλλοντος:
τις μικρές μας απαντήσεις.

Ποτέ δεν μάθαμε να μοιραζόμαστε τίποτε.
Ούτε καν τους θεούς μας.
Ο καθένας μας δημιουργεί τον δικό του θεό.

Τα δάκρυα είναι αυτά
που μάς κάνουν πιο αιώνιους.
Εμπεριέχουν την αιωνιότητα του νερού.

Όπως η βροχή,
επιστρέφουμε,
ξανά και ξανά,
στο σύννεφο που μάς γέννησε.

Με τον καιρό, αντιλαμβανόμαστε
πως πληρώνουμε για όλα:
για όσα κάναμε
για όσα δεν κάναμε.

Μέσα μας, τα χαρακώματα τ' ουρανού.
Εκεί που οι θεοί μας ζουν
και πεθαίνουν.

Έχουμε ήλιους πολλούς.
Τόσους
όσα και τα μάτια μας.

Πεθαίνουμε όπως γεννιόμαστε:
πολύ νωρίς.
Πριν να είμαστε έτοιμοι.

Ζω στα περίχωρα του εαυτού μου.
Πολύ μακριά από τα πλήθη.
Πολύ κοντά στη μοναξιά μου.

Στην αρχή, μαθαίνουμε πώς να πετούμε.
Αργότερα μόνον, πολύ αργότερα,
μαθαίνουμε πώς να περπατούμε.


Γιάννης Παπαθεοδώρου

%CE%A0%CE%B1%CF%80%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%B4%CF%8E%CF%81%CE%BF%CF%85.jpg

Γιάννης Παπαθεοδώρου
(άτιτλο)
Σαν κλείνω τα βλέφαρα
oι αισθήσεις μου τρελαίνονται.
Ό,τι φαντάζομαι
γίνεται ένα με το σκοτάδι
και χάνομαι στα μυστήρια
μιας αιώνιας νύχτας.
Σιωπή, βάθος και χάος.
Απόβλητες σκέψεις, άχρωμες, θολές.
Χωρίς τελεία τα βήματά μου
ταξιδεύουν στις ράγες
των αποσιωπητικών.

Παραφυλάει το φεγγάρι
και φωτίζει τα λάθη των σκιών.
Αν δεν αγαπούσα το φως
δε θα είχα τόσες ενοχές
για το σκοτάδι.


Κώστας Πούλος

%CE%A0%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%82.jpg

ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ
Η έρημος και ο καθρέφτης

Υπάρχει, λένε, στην έρημο ένας καθρέφτης.
Αν πας εκεί και κοιτάξεις
θα ιδείς σε μια στιγμή
το αληθινό σου πρόσωπο
τις μορφές που άλλαξες στα χρόνια που περάσαν
θα ιδείς τους άλλους που ήσουν εσύ
και τους λησμόνησες και χάθηκαν
μέσα στου εαυτού σου το σκοτάδι.

Μα εγώ που πήγα εκεί σας λέω
κανένας καθρέφτης δεν υπάρχει.
Η έρημος είναι ο καθρέφτης
και τίποτα δεν προφτάνεις να κοιτάξεις.
Φυσάει εκεί όλο φυσάει
το πρόσωπό σου τρίβεται γρήγορα όπως ο άμμος
χάνεις τα μάτια σου
και δεν θα ιδείς ποτέ ποιος ήσουν.

(από την ποιητική ανθολογία «Ποιήματα 1943-2008», εκδ. Κίχλη)


22 Μαρτίου

Αντώνης Φωστιέρης

ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ

Ένα παιδί κοιμάται στο μουσείο
Εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια.
Τα κόκαλά του φρίξαν απ’ το κρύο
Γεμίσαν τρύπες απ’ το πείσμα του αμετάκλητου.

Ένα παιδί σηκώνεται τη νύχτα απ’ το κρεβάτι του
Ανοίγει τις κουρτίνες στο φεγγάρι
Τ’ άγριο φως το τρόμαξε υπνοβατεί στη στέγη
Λίγο ακόμα θ’ ανεβεί στα σύννεφα
Λίγο ακόμα θα ξηλώσει τ’ άμφια του Θεού.

Ψέματα ψέματα ένα παιδί κοιμάται στο μουσείο
Οι αιώνες κελαρύζουν μέσα του κρύο νερό
Οι αιώνες στα μηνίγγια του βουίζουν μέλισσες
Μυρμήγκια οι αιώνες γύρω από το στρώμα του
Λίγο ακόμα θα ξεσκίσει την κουρτίνα του ύπνου του
Θα σηκωθεί ν’ αγκαλιαστούμε κλαίγοντας.


Εύα Στάμου

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ
«Μάρθα, η Υπνοφόρος»

Ανέβηκε ο ήλιος στην Ομόνοια
Και συ γυρνάς μ’ ένα μωρό στο καρότσι
Συνάντησες δυο φίλες σου, μέσα στην πρέζα
Έξω από το φούρνο του Κατσέλη
Εκεί που άλλοτε ήτανε
Το καφέ-γαλακτοπωλείο «Βρετανία»
Φιλιέστε και κοιτάς
Μέσα στα μάτια τους που χουν βασιλέψει
ένα αστέρι.
Πιαστήκατε απ’ τα χέρια δυνατά
για να μην πέσετε
δίπλα στους περαστικούς
στους τίτλους των εφημερίδων
που μόλις κυκλοφόρησαν.
Τα χέρια σας μες τα σημάδια
μιας χρήσεως
Και το μωρό σου άκουσε τις φωνές σας
Τα τρυφερά σας λόγια μες στη μέρα
Και θέλει απ’ το καρότσι του
να σηκωθεί
για να σας φτάσει.

Κορίτσι, Μάρθα, πάρε τις φίλες σου
και πηγαίνετε να κοιμηθείτε
μέσα στην κούνια σκεπάστε το μωρό
και κοιμηθείτε για μέρες.
Πιείτε γάλα ζεστό με μέλι
και κοιμηθείτε. Είναι επείγον. Κοιμηθείτε.
Και όταν ξυπνήσετε
μετά από καιρό
στείλε στη μάνα σου στο χωριό
το γράμμα σου που περιμένει,
Θα την βρει στα χωράφια.
Μάνα, είμαι η κόρη σου.
Μάνα είμαι καλά. Το ίδιο επιθυμώ και για σε.
Να μην ανησυχείς.
Είμαι πια καλά.
Κοιμήθηκα για μέρες
κι όπως τα φίδια τώρα αντέχω
η Μάρθα σου, η Υπνοφόρος.

[από τη συλλογή, Κατάστημα Νεωτερισμών (Οδός Πανός)]


Γιώτα Αλεξάνδρου

ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
Για τον όρο «μετανάστες» (1937)

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν' απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ' εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

[από τη συλλογή «Ποιήματα», μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, εκδ. Θεμέλιο]


Σου άρεσε το άρθρο; Βαθμολόγησέ το!

αξιολόγηση: 0+x

Latest Blog:

Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, το περιεχόμενο αυτής της σελίδας διανέμεται σύμφωνα με την άδεια Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License