Οι Αποκριές στη λαογραφία μας

News » Οι Αποκριές στη λαογραφία μας
Posted on 09 Feb 2015 12:45

Είτε στη θρησκευτικότητα των Λαών, είτε στη δύναμη των αραδόσεων, είτε ακόμα στο μιμητισμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στις ανθρώπινες ομάδες αποδοθεί η αιτιολογία, η διαπίστωση είναι μία: Ορισμένες γιορτές, ειδικά όσες έχουν συνδυάσει τον έντονο θρησκευτισμό με την καλοπέραση και τη διασκέδαση του κόσμου, έχουν μέχρι τώρα διατηρηθεί αλώβητες και εξίσου εντυπωσιακές, όπως πριν από αιώνες καθιερώθηκαν. Οι γιορτές του Δωδεκαήμερου λ.χ. το Δεκαπενταύγουστο, οι Αποκριές κ.λ.π.

Scan_20150209.png

Οι τελευταίες, που ξέρουμε ότι τη δεύτερη πτυχή — των λαϊκών γιορταστικών εκδηλώσεων — έχουν ιδιαίτερα έντονα διαγραμμένη, θεωρείται ότι άρχισαν να καθιερώνονται γύρω στον ΙΒ' αι. από τους βυζαντινούς. Οι τότε πολύ γλεντζέδες, αν και δεν μασκαρεύονταν, αρέσκονταν στο να μιμούνται τύπους και παράξενα όντα και κυρίως να επιδίδονται σε οργιώδεις διασκεδάσεις, με κραιπάλες, με άσεμνα τραγούδια κ.τ.ο.

Οι διάφοροι λαογράφοι μας πιστεύουν ότι οι βυζαντινές αυτές γιορτές κρατούν από τα Σατουρνάλια της αρχαίας Ρώμης που ετελούνταν προς τιμήν του Κρόνου ή ίσως — κατά την επικρατέστερη άποψη μιας άλλης μερίδας — από τα Λουπερκάλια προς τιμήν του Φαύνου, κατά τις 15 Φεβρουάριου κάθε χρόνου. Σκοπός των Λουπερκαλίων ήταν ο εξευμενισμός της θεότητας με θυσίες τράγων και κατά συνέπεια η εξασφάλιση της γονιμότητας των γυναικών, της ευφορίας των καλλιεργειών, της ευοδώσεως των προσδοκιών των αγροτών κ.ο.κ.

Η ταύτιση των Λουπερκαλίων της αρχαίας Ρώμης με τις Αποκριές της Κωνσταντινούπολης και στη συνέχεια με τις σημερινές, δεν αποδίδεται προφανώς στη μεταμφίεση των δύο νέων παλλικαριών που παρακολουθούσαν τη σφαγή των τράγων της θυσίας όπως έχει λεχθεί, αλλά στο ότι η ημερομηνία των έπεφτε μέσα στο Φεβρουάριο όπως συμβαίνει πάντα με τις Αποκριές.

Μεταμφιέσεις και ανάλογες γιορτές ξεδοσίματος κατά την ίδια περίοδο του χρόνου, δηλ. την αποκριάτικη, ήταν συνηθισμένες στη Γερμανία κατά τον ΙΑ' αιώνα καθώς και στην Ιταλία, στην Φλωρεντία, στη Ρώμη και ιδιαίτερα στη Βενετία απ’ όπου μας έμεινε γνωστό το πανηγύρι των προσωπιδοφόρων ή το καρναβάλι της Βενετίας.

Η λέξη απόκρεως η επί το απλούστερο αποκριά και αποκριές, από θρησκευτικής σκοπιάς καθορίζει το τέλος της κρεοφαγίας δηλ. στην κυριολεξία την τελευταία μέρα κατά την οποία επιτρέπεται η κρεοφαγία και οι διασκεδάσεις πριν αρχίσουν οι νηστείες για τη Μ. Σαρακοστή. Μάλιστα δε, μετά την Κυριακή της Αποκριάς ακολουθεί η βδομάδα της τυροφάγου - προανάκρουσμα νηστείας - άσχετα αν στις μέρες μας, ειδικά τη βδομάδα αυτή γίνονται τα τρικούβερτα γλέντια για να ξημερώσει στους διασκεδάζοντες κατευθείαν η Καθ. Δευτέρα.

Την ίδια έννοια της «άρσεως του κρέατος», της «σήκωσης» που λένε οι Κύπριοι αποδίδουν και οι λέξεις carnevale (ιταλ.), carnaval (γαλλ.), carnival (αγγλ.), karneval (γερμ.) όλες παράγωγα του λατινικού came levamen που κυριολεκτικά θα πει άρση κρέατος, αποκριά.

Οι Αποκριές, είν’ αλήθεια, εδέσποσαν αιώνες στην ψυχή και στις παραδόσεις του κοσμάκη. Από τις πιο δημοφιλείς γιορτές, όπου ο καθένας ψευτοτολμά να κάνει ότι δεν του επιτρέπεται όλες τις άλλες μέρες της χρονιάς. Διάχυτη η καλή διάθεση και το χιούμορ, ασφαλιστικές δικλείδες στις στενοχώριες και καταπιέσεις της καθημερινότητας ή και κατά μεγάλο ποσοστό, η αχαλίνωτη χαλαρότητα ώστε μετά να δικαιολογηθεί αφοσίωση στον θρησκευπσμό και την επιβεβλημένη νηστεία. Το νόημα της αποκριάς είναι απλό, κοινό όσο και φιλοσοφημένο για να διατηρείται το ηθικό του λαού σε διαρκή εξισορρόπηση, ίσως κάτω από συνεχή έλεγχο και απαίτηση καρτερικότητας.

Ονομαστό, όπως προαναφέρθηκε, έμεινε το καρναβάλι της Βενετίας, εξακολουθεί να γοητεύει εκείνο του Ρίο, της Νίκαιας καθώς και της Πάτρας και της Αγιάσου της Λέσβου με την ανεπανάληπτη σατιρική του χρειά.

Από το «Λεσβιακό Μηνολόγιο» του Π. Νικήτα, έτσι σαν υπενθύμιση ότι το πνεύμα του νησιού αυτού ακατάπαυστα λαμπυρίζει στο στερέωμα της Ελλαδικής λαογραφίας, αποσπώ τούτο το κομμάτι, χάρμα παραδόσεως και λαϊκής ευφροσύνης: «Η Κριγιατνή και η Τυρινή». Αυτές τις δυό Κυριακές γινότανε μεγάλη κίνηση. Όλοι μας γινόμαστε «μουτσούνες». Σε ανοιχτό μέρος ή σε τρίστρατα, οι μουτσούνες (κουδουνάτοι) κάνανε πρόχειρους θιάσους και δίνανε παραστάσεις από λαϊκά θεατρικά έργα, τον Ερωτόκριτο ή τη θυσία του Αβραάμ… Τις αποκριές ερχόντανε αρκουδιάρηδες και στήνανε χορούς με τις αρκούδες και τις μαϊμούδες «το' κουτσνόκουλ(ι)» (κοκκινόκωλοι).

Στα σπίτια λέγονταν διάφορα τραγούδια σατιρικά, προκλητικά, για το κρασί ή για τους συντοπίτες μέσα στο κέφι και στο άκακο πείραγμα:

Ποιος είδι θηλυκό παπά
τσι διάκου αγκαστρουμένου
ποιος είδι ψύλλου στου βουνό
παλούτσα > φουρτουμένου;
Ποιος είδι κι ποιος άκουσι
παπάς να κλέβη πράσα
τσ’ η παπαδιά που πίσου του
να του τραβά τα ράσα;»…

ή τo τσουχτερό:

Ποιος είδι, ποιος αντάμουσι
παπά να κλεβ’ απίδια
κι απού μπρος η παπαδιά
να του τραβά τ’ αρ…

Το Βράδυ της Τυρινής, τέλος, όλοι οι συγγενείς μαζεύονταν σ’ ένα σπίτι για ν’ «απουκριγιώσιν». Εκεί έτρωγαν φαγητά όπου επικρατούσε το τυρί και τα γαλακτερά, ξεχώριζαν δε τα πειραχτικά δίστιχα, σαν και το παρακάτω:

«Αγάπη μου ξινόγαλου τσι χαβιαρουμανέστρα
την Κυριακή ’σταν όμουρφη κι τη Διφτέρα χέστρα».

… Κι έμπαινε η σαρακοστή.

[Απόσπασμα από το βιβλίο του Στρατή Μολίνου "Τα λαογραφικά του Δωδεκάμηνου", έκδ. Φιλιππότη, 1993, σ. 37-40]

Σου άρεσε το άρθρο; Βαθμολόγησέ το!

αξιολόγηση: 0+x

Latest Blog:

Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, το περιεχόμενο αυτής της σελίδας διανέμεται σύμφωνα με την άδεια Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License