Η Κορώνεια και ο Πάνας : όνειρο νύκτας ορεινής στον Ελικώνα / Βιβή Βασιλοπούλου. Αθήνα, 2017.
Είμαστε η παιδεία μας. Οι μύθοι, η ιστορία και το δικαίωμα της Γης. Είμαστε το χρέος μας.
Γνώρισα τα σπήλαια από την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία και τα λατρευτικά ιερά, στη διάρκεια μακράς θητείας στην Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, Υπηρεσία αρμόδια για την προστασία των σπηλαίων σε όλη τη χώρα. Ύστερα από την ανασκαφή στο σπήλαιο της Νύμφης Κορώνειας στη Βοιωτία, το κείμενο που ακολουθεί προέκυψε συνδυαστικά από αυτή την εμπειρία, ενισχυμένη εν τω μεταξύ με διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα. Ούτως ή άλλως, η τελική σύνθεση απευθύνεται πρωτίστως στους εκπαιδευτικούς, με πολλές αναφορές αρχαιολογικές, λογοτεχνικές, εικαστικές και άλλες, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν θέματα για έρευνα, μελέτη και συζήτηση με τις μαθήτριες και τους μαθητές κάθε βαθμίδας, ανάλογα. Στους θεατρικούς απευθύνεται, ούτως ή άλλως, με την ελπίδα ότι η γενναιοδωρία τους θα μου συγχωρήσει το τόλμημα. Απευθύνεται, κυρίως, στους νέους, που καλούνται να αγαπήσουν τα σπήλαια ως Μνημεία της Φύσης και του Πολιτισμού, και να ζητήσουν περισσότερες πληροφορίες γι' αυτά, καθώς και για τον άνθρωπο των σπηλαίων, περίφημο κυρίως από την αρνητική του διαφήμιση. Αφορά και στα «παιδιά κάθε ηλικίας», που για πολλούς λόγους δεν μπορούν να γνωρίσουν τα σπήλαια από κοντά και τα επισκέπτονται μέσα από βιβλία και ιστοσελίδες.
Το παρόν, βέβαια, δεν φιλοδοξεί να υποκαταστήσει τις επιστημονικές δημοσιεύσεις, αλλά αντίθετα να ενισχύσει το ενδιαφέρον γι' αυτές, ξεκινώντας τη γνωριμία με τρόπο απλό και εναλλακτικό:
Δεν γράφουν κλασικά όλοι οι αρχαιολόγοι, ούτε καν οι κλασικοί. Και εγώ δεν γίνεται να γράψω "ίσια" και συμβατικά για μια σπηλιά που είναι, από μόνη της, είδος ονειρεμένο.
Έτσι, γράφω ένα σύντομο μεγάλο παραμύθι, για να ξυπνάνε τα παιδιά, όχι για να κοιμούνται. Χρήσιμο, αλλά αμφίσημο, κυρίως για τη σκέψη.
Ομολογώ ότι πέρασα θαυμάσια γράφοντας αυτό το κείμενο. Πρώτα απ' όλα με τον Στράβωνα στα Γεωγραφικά και τον Παυσανία στα Βοιωτικά. Με τον Πλάτωνα στην Πολιτεία και τον Ευριπίδη στις Βάκχες. Διάβασα παλαιά και νέα άρθρα, αρχαία και νεότερη λογοτεχνία, τους Ομηρικούς ύμνους στον Πάνα, στη Δήμητρα και στον Απόλλωνα. Το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, Παν, την Ωδή στη Βοιωτία του Οδυσσέα Ελύτη και το Θείο Τραγί του Γιάννη Σκαρίμπα. Δεν είδα την ταινία Pan's Labyrinth. Είδα όμως τον «Αμύντα» , Ποίημα ωραιότατον του Τορκουάτο Τάσσο . Είδα και ξαναείδα το ίδιο "όνειρο" στην αγγλική εκδοχή, αλλά και σε ωραία ελληνικά από το Homo Ludens. Καθισμένοι δύο ώρες στο χορτάρι της Αρχαίας Αγοράς, ακούγαμε τον ποιητή "αρτιεπή, επίκλοπο, έμπλεο μύθων". Τους πάντες πείθων, ήταν εκεί, θεατρική μάσκα φορούσε, ερμήνευε, δεν εξηγούσε… Χαιρόμουν ιδιαίτερα με όλα αυτά, αλλά ομολογώ ότι ντρεπόμουν, αφάνταστα, κάθε φορά που συναντούσα τον Σαίξπηρ με έψιλον. – Είναι και αυτοί οι συνειρμοί, βλέπετε. Εύχομαι, πάντως, να μην με βρει και εκείνος, τελείως ανορθόγραφη… Και εξηγούμαι: Επειδή πολλές φορές με τρόμαζαν τα όνειρα της νύχτας, κατέφευγα συχνά σε εκείνα της ημέρας, χωρίς να ξέρω τώρα πια τι να φοβάμαι περισσότερο.
Ούτως ή άλλως, το σαιξπηρικό Όνειρο με προκαλούσε αφάνταστα από την ώρα που το γνώρισα… Και πάντοτε μου ξέφευγε. Ποιος να το εξηγήσει;
Δεν σταμάτησα, ωστόσο, να το κυνηγάω, μέχρι που έφτασα στον Ελικώνα για να αισθανθώ την αδικία… Πού είναι το δικό μας; Τι μας λείπει, δηλαδή; Με τόσα ντόπια ξωτικά, Μούσες, Νεράιδες και βουνά, φλισκούνι κι άγρια μέντα, η πρώτη ύλη έτοιμη. Μπορεί να μην έχουμε τον Πουκ με τη γαϊδουρο-κεφαλή, αλλά έχουμε τον Πάνα δικέρωτο, ηδυγέλωτα, αιγιπόδη. Είχαμε και το πρώτο ζευγάρι μαζί με την Κορώνεια. Οι άλλοι ζευγάρωσαν αργότερα. Και Δούκα δεν διαθέτουμε, αλλά υπάρχει Δήμαρχος, και από γάμους άλλο τίποτε. Κι αν μας λείπουν οι μεσαιωνικές συντεχνίες των εργατών, έχουμε τις διαχρονικές αξίες των βοσκών, αναλλοίωτες από την εποχή του Ησιόδου. Ύμνος βουνού και κάμπου τα βελάσματα και internet στη στάνη. Αλλά το πιο σημαντικό για μας: ο Σαίξπηρ δεν είχε ιδέα από ανασκαφή. Ούτε για τις μάσκες που βρήκαμε ήξερε κάτι. Απίθανη σειρά. Ολόκληρος θίασος! Σημαίνουν τόσα οι μάσκες στη ζωή … Ακόμη και στο θέατρο!
Και τα καλά ενύπνια χρειάζονται σκηνοθέτη.
Το έργο δομείται σε ένα τετράγωνο σχήμα, με γωνίες και διαγώνιες, αλλά και την αγωνία του όλου εγχειρήματος. Η ανασκαφή εδώ λειτουργεί σαν καμβάς και εκεί επάνω συμπλέκεται το όραμα του καθενός με το θέμα:
— Το όνειρο στον Ελικώνα και ο μαγικός φακός.
— Η ξενάγηση της Κορώνειας στη σπηλιά.
— Ο έρωτας του αγοριού για τη Νύμφη.
— Η επιστροφή του Διόνυσου στο πανηγύρι του χωριού.
Ενδιάμεσα, ο Έρωτας κινεί τα νήματα παντού. Διάχυτος στη σπηλιά, στη Φύση, στους ανθρώπους και στα πράγματα, χωρίς φραγμούς και εμπόδια, αφού τα όνειρα γεννήθηκαν για να χαρίζουν άφθονα ό,τι στερεί η ζωή. Έτσι, ο Δημήτρης ερωτεύεται τη Νύμφη Κορώνεια, με την οποία όμως ο Πάνας είναι ερωτευμένος από αιώνες και προηγείται «φύσει και θέσει».
Η Ρέα, πάλι, συμμαθήτρια του Δημήτρη, που είναι πολύ ερωτευμένη μαζί του, ζηλεύει αφάνταστα, ακόμη και τα όνειρά του, κυρίως αυτά. Κάνει σκηνές, μέχρις ότου εμφανίζεται ο Πάνας και βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Διεκδικεί την Κορώνεια, η οποία, εν τω μεταξύ, έχει μιλήσει στη Ρέα για να την καθησυχάσει και όλα γίνονται όπως πριν: Ο καθένας μπορεί να χαίρεται το όνειρό του, αρκεί να μην προσβάλλει και να μην καταστρέφει την ευτυχία των άλλων…
Σε ένα παράλληλο Σύμπαν ο ταλαίπωρος αρχαιολόγος, ερωτευμένος με την ανασκαφή (συμβαίνουν αυτά) ονειρεύεται τη γέννηση ενός Μουσείου και καταγράφει με επιμονή ό,τι περνάει απ' το χαρτί… Χρειάζεται δύναμη πολλή να ονειρεύεται κανείς, με τέτοια επιμονή, τόση πραγματικότητα, ήδη ματαιωμένη.
«Και ποια η διαφορά ανάμεσα στη φαντασία και στην πραγματικότητα;», ρωτάει ο Ντοστογιέφσκι. Δεν ξέρω. Μονάχα ένα όνειρο μπορεί να απαντήσει.
Από την εισαγωγή του βιβλίου